ΕΡΤ

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Φρειδερίκος Βίλχελμ Νίτσε

Ο Φρειδερίκος Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (15 Οκτωβρίου 1844 - 25 Αυγούστου 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία. Καταγόταν από βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της Θεολογίας. Ωστόσο, η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με αποτέλεσμα να στραφεί στον χώρο της φιλοσοφίας. Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.

Νεανικά χρόνια (1844-1864)

Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ραίκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία και στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξονίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρειδερίκου Βίλχελμ Δ', προς τιμήν του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ[1]). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ. Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849, αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.
Ο Νίτσε σε ηλικία δεκαέξι ετών
 
Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιλάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου του 1858 εισήχθη στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών, αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα, ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.

Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)

Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»[2]
Σημαντική επιρροή στον Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για τον γερμανικό λαό[3].
Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868
 
Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θέογνη. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν είχε υποστεί ένα σοβαρό τραυματισμό που τον κατέστησε «προσωρινά ανίκανο υπηρεσίας», θέτοντας τέλος στην στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του καθηγητή Μπήντερμαν και εκδότη της εφημερίδας Deutsche Allgemeine, στην οποία εργάστηκε και ο Νίτσε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε επίσης για πρώτη φορά με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για εκείνον.

Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)

Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε για να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής παρέδιδε αρχικά διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρες του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.

Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.

Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους:Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή[4], σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.

Τελευταία χρόνια (1879-1900)

Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με την Μαλβίντα φον Μέυζενμπουγκ, γνώριμη του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαίν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις της Γένοβας, του Τορίνο, του Ράπαλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερη παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειας και τα διαστήματα βαριάς κατάθλιψης στα οποία υπέκυπτε. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η Γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το Λυκόφως των Ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).
Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)
 
Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά[5][6]. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ', συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές. Στις 24 Μαρτίου του 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα αναχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.

Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφα και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.

Μετά τον θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

Έργο

Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο[7]. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».

Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.

Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';"

Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».

Θέλημα

Στην Θελημιτική Θρησκεία, ο Νίτσε είναι άγιος της Γνωστικής Καθολικής Εκκλησίας.

Τα έργα του στη νεοελληνική γλώσσα

  • Gedanken über die Zukunft unserer Bildungsanstalten (Το μέλλον της παιδείας μας, 1872). (Πέντε διαλέξεις). Μετάφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, 1980. β΄έκδοση: Μαθήματα για την παιδεία, εκδ."Printa", Αθήνα, 1998.
  • Die Geburt der Tragödie (Η γέννηση της τραγωδίας, 1872). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη (1978), Κ. Λ. Μεραναίο, χ.χ., Ελένη Καλκάνη ("Δαμιανός", Αθ. χ.χ.), Ζήση Σαρίκα ("Νησίδες", Σκόπελος 2001) και Γ. Λάμψα ("Κάκτος", Αθήνα, 2006).
  • Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen (Η φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων, 1873). α) Μετάφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος (Η γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της ελληνικής τραγωδίας), Αθήνα, 1975. β) "Εκδοτική Θεσσαλονίκης", Θεσσαλονίκη 2006 (1η έκδ., 1993).
  • Unzeitgemässe Betrachtungen (Ανεπίκαιροι στοχασμοί, 1873-6). Εισαγωγή-Μετάφρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου. "Εκδοτική Θεσσαλονίκης", Θεσσαλονίκη 1996 (2η έκδ., 2006).
  • Menschliches, Allzumenschliches (Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο, 1878). 2 τόμοι, Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ.Δαμιανός, Αθήνα, χ.χ.
  • Morgenröte (Η Αυγή, 1881). Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ.Δαμιανός, Αθήνα, χ.χ.
  • Die fröhliche Wissenschaft (Η χαρούμενη επιστήμη, 1882-1887). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου, εκδ. Δαρεμά, Αθήνα, 1961. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1987 (β΄ έκδ. "Νησίδες", Θεσσαλονίκη 2004). γ) Μετάφρ. Λίλα Τρουλινού, Αθήνα, 1996.
  • Also sprach Zarathustra (Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 1883-5). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη ("Φέξης", Αθ. 1965 (1913¹), Λέoντα Κουκούλα (1924), Μενάλκα Μουσαίο (χ.χ.), Εμμ. Ανδρουλιδάκη (Αθ. 1961), Άρη Δικταίο (1958+1980), Δ.Π. Κωστελένο (1983), Γεωργία Αλεξίου-Πρωταίου (χ.χ.) και Ζήση Σαρίκα ("Νησίδες", Σκόπελος 1998).
  • Jenseits von Gut und Böse (Πέρα από το καλό και το κακό, 1886). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου - Κ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθ. 1953. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, "Νησίδες", Σκόπελος 1999. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. "Δαμιανός", Αθ. χ.χ.
  • Zur Genealogie der Moral (Γενεαλογία της ηθικής, 1887). Έχει μεταφραστεί από τους: Μίνα Ζωγράφου, χ.χ., Ελένη Καλκάνη ("Δαμιανός", Αθ. χ.χ.) Άρη Δικταίο (1970) και Ζήση Σαρίκα - Λίλα Τρουλινού ("Εκδοτική Θεσσαλονίκης", 1989, 2001²).
  • Götzendämmerung (Το λυκόφως των ειδώλων, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Μ.Ε. Ανδρουλιδάκη (1962), Ζήση Σαρίκα, χ.χ. (1994;), Ελένη Καλκάνη ("Δαμιανός", Αθ. χ.χ.), Γιάννη Δρασγάνη ("Κάκτος", 1989) και Ζ. Σαρίκα ("Νησίδες", Σκόπελος 2000. "Εκδοτική Θεσσαλονίκης", Θεσσαλονίκη 2006).
  • Der Antichrist (Ο Αντίχριστος, 1888). Ανάθεμα κατά του Χριστιανισμού. α) Μετάφρ. Κ. Λ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθ. χ.χ. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1986. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. "Δαμιανός", Αθ. χ.χ. δ) Γιάννης Δρασγάνης ("Κάκτος", 1989) ε) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης. "Ιδεόγραμμα", Αθ. 2007.
  • Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Β. Λιάσκα (χ.χ.), Ξεν. Καρακάλο, (1950), Ζήση Σαρίκα, χ.χ. και Δημ. Λιαντίνη (1979, 2η έκδ. 2005).
  • Dionysos-Dithyramben (Οι διθύραμβοι του Διόνυσου, ποίηση, 1892). Πρόλογος-Μετάφρ.-Σχόλια Άρης Δικταίος, 1982².
  • Der Wille zur Macht (Η θέληση για δύναμη, 1901). α) Μετάφρ. Θ. Ι. Αποστολόπουλος. «Αλφειός», Αθήνα, 2000. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας. «Νησίδες», Σκόπελος 2001. γ) Μετάφρ. Γ. Εγγλέζος. "Δαμιανός", Αθήνα, χ.χ.
  • Αποφθέγματα από το έργο του. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1989.
  • Φιλοσοφικά αποσπάσματα. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1993.
  • Ο ευρωπαϊκός μηδενισμός. α) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. "Δαμιανός", Αθ. χ.χ. β) Μετάφρ. Δημ. Αγγελής. «Ευθύνη», Αθήνα, 2001.
  • Εκλεκτές σελίδες. Επιλογή-Μετάφρ. Γιάννης Οικονομίδης, Αθήνα, χ.χ.
  • Μαθήματα ρητορικής. Μετάφρ. Α. Μανούση. εκδ.Πλέθρον, Αθήνα, 2004.
  • Θεοσοφία και μυστικισμός, Μτφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ.Δαμιανός, Αθήνα, χ.χ.
  • Ιστορία και ζωή. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σημειώσεις Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. "Γνώση", Αθήνα, 1993.
  • Μυστικιστικές σελίδες. Μετάφρ. Μ.Ε. Ανδρουλιδάκης, Αθ. 1962.


Ας δούμε τι είχε γράψει ο Καζαντζάκης για τον Νίτσε


Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη. -Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα. Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.
-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.
Κοίταξα αλαφιασμένος: -Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.
-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε;
Ο Νίτσε! Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.
-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;
-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.
-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή.
Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.
-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.
Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου.
Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα. Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα.
Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν. Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού.
Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.
Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης.
Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […] Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση.
Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […] Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]

Mερικά αποφθέγματα που αποδίδονται στον Νίτσε

 

Αυτός που ζει από τη μάχη με έναν εχθρό, έχει προσωπικό συμφέρον να διατηρήσει τον εχθρό του ζωντανό.
Κακός είναι ο άνθρωπος που του αρέσει να ντροπιάζει τους άλλους.
«Αγάπα τον πλησίον σου» καταρχήν σημαίνει: «Άφησε τον πλησίον σου στην ησυχία του». Και ακριβώς αυτή η λεπτομέρεια της αρετής συνδέεται με τις μεγαλύτερες δυσκολίες.
Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό.
Από τότε που κουράστηκα να ψάχνω, έμαθα να βρίσκω.
Κι από τότε που ο άνεμος μου εναντιώθηκε, έμαθα να σαλπάρω με όλους τους ανέμους.
Ελευθερία είναι η θέληση να είναι κανείς υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του.
Αν δεν θες να χάσεις τα μάτια και το μυαλό σου, να ακολουθείς τον ήλιο περπατώντας στη σκιά.
Καλύτερα να χαθείς παρά να μισείς και να φοβάσαι.
Η αμφιβολία δηλητηριάζει τα πάντα, χωρίς να σκοτώνει τίποτα.
Οι σκέψεις είναι οι σκιές των συναισθημάτων μας -πάντοτε σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες. 
Ένα πράγμα πρέπει να έχει κανείς: Είτε μια ψυχή που είναι εκ φύσεως χαρούμενη είτε μια ψυχή που την κάνει χαρούμενη η δουλειά, η αγάπη, η τέχνη και η γνώση.
Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα.
Μας συναρπάζουν περισσότερο οι ίδιες οι επιθυμίες μας παρά το αντικείμενό τους.
Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι.  
Ελευθερία είναι να μπορείς να έχεις μια κάποια απόσταση από τους άλλους.
Η ηθική είναι ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός για να σέρνεις την ανθρωπότητα από τη μύτη.
Αυτοί που έχουν ένα «γιατί» για να ζουν, μπορούν να αντέξουν σχεδόν οποιοδήποτε «πώς».
Η μοναξιά είναι για το πνεύμα ό,τι η δίαιτα για το σώμα.
Μια μικρή εκδίκηση είναι πιο ανθρώπινη από καθόλου εκδίκηση.
Η μελαγχολία όλων των τελειωμένων πραγμάτων!
Η αναγκαιότητα είναι μια ερμηνεία, όχι ένα γεγονός.
Να είσαι νομοθέτης είναι η πιο εκλεπτυσμένη μορφή τυραννίας.
Η Ηθική είναι η έκφραση του αγελαίου ενστίκτου στο άτομο.
Ξεχνάει κανείς τα λάθη του, όταν τα εξομολογείται σε κάποιον άλλον. Ο άλλος, όμως, δεν τα ξεχνάει.
Τα όνειρα είναι η ρίζα της μεταφυσικής, η πηγή της ιδέας ότι ψυχή και σώμα είναι ξεχωριστά.
Η εμμονή του χριστιανισμού να βρίσκει τον κόσμο άσχημο και κακό έχει κάνει τον κόσμο άσχημο και κακό.
Ένας δυνατός και συγκροτημένος άνθρωπος χωνεύει τις εμπειρίες του, τα επιτεύγματα και τα παραπτώματά του, όπως χωνεύει το κρέας, όπου αναγκάζεται να καταπιεί και μερικά σκληρά κομμάτια.
Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.
Ο φανατισμός είναι η μόνη μορφή θέλησης που μπορεί να διαπνέει τους αδύναμους και τους ντροπαλούς.
Δεν μπορώ να πιστέψω σε ένα Θεό που θέλει να τον υμνούν όλη την ώρα.
Η τάξη είναι αρετή των μετριοτήτων.
Το χάος γεννάει την τάξη.
Η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή.
Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του, δεν μπορεί να προκαλέσει φόβο.
Αυτός που οχυρώνεται κατά της πλήξης, οχυρώνεται απέναντι στον εσωτερικό του εαυτό.
Δύο μεγάλα Ευρωπαϊκά ναρκωτικά: το αλκοόλ και ο Χριστιανισμός
Η παράνοια σε άτομα είναι σχετικά σπάνια. Όμως σε ομάδες, κόμματα, έθνη και εποχές είναι μάλλον ο κανόνας.
«Το καλό και το κακό είναι προκαταλήψεις του Θεού» - είπε το φίδι.
Αν σου αρέσει η άβυσσος, πρέπει να έχεις φτερά.
Λατρεύουμε να είμαστε έξω, μέσα στη φύση, επειδή δεν έχει καμιά άποψη για μας.
Τα αόρατα νήματα είναι οι πιο ισχυροί δεσμοί.
Γι’ αυτήν την καινούρια μουσική χρειάζονται και καινούρια αφτιά.
Πολιτικός είναι κάποιος που διαιρεί τους ανθρώπους σε δυο τάξεις: σε υποχείρια και σε εχθρούς.
Ο σοφός πρέπει να έχει την ικανότητα όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, αλλά και να μισεί τους φίλους του.
Ο Θεός είναι νεκρός.

Μου φαίνεται περίεργο που ο Θεός έμαθε Ελληνικά, όταν αποφάσισε να γίνει συγγραφέας, και που δεν τα έμαθε καλύτερα.

Ο πραγματικός άντρας χρειάζεται δυο πράγματα: κίνδυνο και παιχνίδι. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται τη γυναίκα, σαν το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.
Το να μη μιλάει κανείς ποτέ για τον εαυτό του είναι μια πολύ εκλεπτυσμένη μορφή υποκρισίας.
Ο ασθενής είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον υγιή. Δεν είναι από τον πιο δυνατό που γίνεται η ζημιά σ’ ένα δυνατό άνθρωπό, αλλά από τον πιο αδύναμο.
Όπου κι αν βρίσκεσαι, σκάβε βαθιά.
Κάτω είναι η πηγή.
Άσε τους σκοταδιστές να φωνάζουν πως «κάτω είναι η κόλαση».
Ο Ιησούς πέθανε πολύ νωρίς. Αν είχε ζήσει μέχρι την ηλικία μου, θα είχε αποκηρύξει ολόκληρη τη διδασκαλία του.
Η γυναίκα ήταν η δεύτερη γκάφα του Θεού.
Στα βουνά, ο πιο κοντινός δρόμος είναι από κορυφή σε κορυφή, αλλά γι αυτό πρέπει να έχεις μεγάλα πόδια. Οι αφορισμοί θα πρέπει να είναι κορυφές, κι εκείνοι που τους χρησιμοποιούν, θα πρέπει να είναι γίγαντες.
Η λέξη «χριστιανισμός» περιέχει κάποια παρανόηση, γιατί ουσιαστικά υπήρξε μόνο ένας χριστιανός, αλλά κι εκείνος πέθανε πάνω στο σταυρό.
Θα πίστευα μόνο σε ένα Θεό που θα ήξερε να χορεύει.
Ο Πλάτων ήταν βαρετός.
Οι πεποιθήσεις είναι μεγαλύτεροι αντίπαλοι της αλήθειας από τα ψέματα.
Ο λείος πάγος είναι παράδεισος για εκείνους που ξέρουν να χορεύουν.
Ένας καλλιτέχνης δεν έχει άλλη πατρίδα στην Ευρώπη εκτός από το Παρίσι.

Πληροφορίες από wikipedia, tvxs, gnomikologikon 










1 σχόλιο:

Giannis Pit. είπε...

Εξαιρετικό αφιέρωμα σε έναν μεγάλο στοχαστή που κάλλιστα θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς αιρετικό και ανατρεπτικό ίσως και παρεξηγημένο αν προσπαθήσει να προσεγγίσει επιφανειακά το έργο και τη σκέψη του.
Πολύ καλή και εξαίρετη η προσφορά της ανάρτησης από την "ΝΕΜΕΣΗ"